Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
View word page
περιφραδέως
circumspectly, carefully

ShortDef

circumspectly, carefully

Debugging

Headword:
περιφραδέως
Headword (normalized):
περιφραδέως
Headword (normalized/stripped):
περιφραδεως
IDX:
69486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69487
Key:

Data

{'content': 'circumspectly, carefully'}