Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
View word page
περίφραγμα
an enclosure

ShortDef

an enclosure

Debugging

Headword:
περίφραγμα
Headword (normalized):
περίφραγμα
Headword (normalized/stripped):
περιφραγμα
IDX:
69485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69486
Key:

Data

{'content': 'an enclosure'}