Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
View word page
περίφορος
carried about

ShortDef

carried about

Debugging

Headword:
περίφορος
Headword (normalized):
περίφορος
Headword (normalized/stripped):
περιφορος
IDX:
69484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69485
Key:

Data

{'content': 'carried about'}