Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
View word page
περιφόρινος
covered with skin

ShortDef

covered with skin

Debugging

Headword:
περιφόρινος
Headword (normalized):
περιφόρινος
Headword (normalized/stripped):
περιφορινος
IDX:
69483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69484
Key:

Data

{'content': 'covered with skin'}