Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
View word page
περιφορητός
portable; notorious

ShortDef

portable; notorious

Debugging

Headword:
περιφορητός
Headword (normalized):
περιφορητός
Headword (normalized/stripped):
περιφορητος
IDX:
69482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69483
Key:

Data

{'content': 'portable; notorious'}