Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
View word page
περιφορέω
carry around

ShortDef

carry around

Debugging

Headword:
περιφορέω
Headword (normalized):
περιφορέω
Headword (normalized/stripped):
περιφορεω
IDX:
69479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69480
Key:

Data

{'content': 'carry around'}