Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομητόν
ἀνδρόμορφος
ἀνδρονομέομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
ἀνδρόπορνος
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδρόσαιμον
ἀνδρόσακες
ἀνδρόσινις
ἀνδρόστροφος
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἄνδροσφιγξ
ἀνδροσώτειρα
View word page
ἀνδρόπορνος
cinaedus
ShortDef
cinaedus
Debugging
Headword:
ἀνδρόπορνος
Headword (normalized):
ἀνδρόπορνος
Headword (normalized/stripped):
ανδροπορνος
IDX:
6947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6948
Key:
Data
{'content': 'cinaedus'}