Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
View word page
περιφοράριος
circumlator

ShortDef

circumlator

Debugging

Headword:
περιφοράριος
Headword (normalized):
περιφοράριος
Headword (normalized/stripped):
περιφοραριος
IDX:
69478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69479
Key:

Data

{'content': 'circumlator'}