Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
View word page
περίφοιτος
revolving, wandering

ShortDef

revolving, wandering

Debugging

Headword:
περίφοιτος
Headword (normalized):
περίφοιτος
Headword (normalized/stripped):
περιφοιτος
IDX:
69475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69476
Key:

Data

{'content': 'revolving, wandering'}