Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
View word page
περιφοιτάω
wander about

ShortDef

wander about

Debugging

Headword:
περιφοιτάω
Headword (normalized):
περιφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
περιφοιταω
IDX:
69473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69474
Key:

Data

{'content': 'wander about'}