Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
View word page
περιφοβέω
terrify, scare
ShortDef
terrify, scare
Debugging
Headword:
περιφοβέω
Headword (normalized):
περιφοβέω
Headword (normalized/stripped):
περιφοβεω
IDX:
69471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69472
Key:
Data
{'content': 'terrify, scare'}