Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
View word page
περιφλοισμός
stripping off the bark

ShortDef

stripping off the bark

Debugging

Headword:
περιφλοισμός
Headword (normalized):
περιφλοισμός
Headword (normalized/stripped):
περιφλοισμος
IDX:
69470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69471
Key:

Data

{'content': 'stripping off the bark'}