Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
View word page
περιφλοίζω
strip off the bark

ShortDef

strip off the bark

Debugging

Headword:
περιφλοίζω
Headword (normalized):
περιφλοίζω
Headword (normalized/stripped):
περιφλοιζω
IDX:
69468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69469
Key:

Data

{'content': 'strip off the bark'}