Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
View word page
περιφλογισμός
scorching
ShortDef
scorching
Debugging
Headword:
περιφλογισμός
Headword (normalized):
περιφλογισμός
Headword (normalized/stripped):
περιφλογισμος
IDX:
69467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69468
Key:
Data
{'content': 'scorching'}