Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
View word page
περιφλογίζω
blaze around

ShortDef

blaze around

Debugging

Headword:
περιφλογίζω
Headword (normalized):
περιφλογίζω
Headword (normalized/stripped):
περιφλογιζω
IDX:
69466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69467
Key:

Data

{'content': 'blaze around'}