Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
View word page
περιφλίωμα
portico
ShortDef
portico
Debugging
Headword:
περιφλίωμα
Headword (normalized):
περιφλίωμα
Headword (normalized/stripped):
περιφλιωμα
IDX:
69465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69466
Key:
Data
{'content': 'portico'}