Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιφθινύθω
περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
View word page
περιφλίω
to be almost bursting with
ShortDef
to be almost bursting with
Debugging
Headword:
περιφλίω
Headword (normalized):
περιφλίω
Headword (normalized/stripped):
περιφλιω
IDX:
69464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69465
Key:
Data
{'content': 'to be almost bursting with'}