Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιφθείρομαι
περιφθινύθω
περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
View word page
περιφλεύω
to scorch
ShortDef
to scorch
Debugging
Headword:
περιφλεύω
Headword (normalized):
περιφλεύω
Headword (normalized/stripped):
περιφλευω
IDX:
69463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69464
Key:
Data
{'content': 'to scorch'}