Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιφθέγγομαι
περιφθείρομαι
περιφθινύθω
περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφοβέω
περίφοβος
View word page
περιφλευσμός
scorching
ShortDef
scorching
Debugging
Headword:
περιφλευσμός
Headword (normalized):
περιφλευσμός
Headword (normalized/stripped):
περιφλευσμος
IDX:
69462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69463
Key:
Data
{'content': 'scorching'}