Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφήμιστος
περίφημος
περιφθέγγομαι
περιφθείρομαι
περιφθινύθω
περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
View word page
περιφλέκτως
with burning passion

ShortDef

with burning passion

Debugging

Headword:
περιφλέκτως
Headword (normalized):
περιφλέκτως
Headword (normalized/stripped):
περιφλεκτως
IDX:
69460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69461
Key:

Data

{'content': 'with burning passion'}