Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφημίζω
περιφήμιστος
περίφημος
περιφθέγγομαι
περιφθείρομαι
περιφθινύθω
περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
View word page
περιφλέγω
to burn all round

ShortDef

to burn all round

Debugging

Headword:
περιφλέγω
Headword (normalized):
περιφλέγω
Headword (normalized/stripped):
περιφλεγω
IDX:
69459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69460
Key:

Data

{'content': 'to burn all round'}