Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομητόν
ἀνδρόμορφος
ἀνδρονομέομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
ἀνδρόπορνος
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδρόσαιμον
ἀνδρόσακες
ἀνδρόσινις
ἀνδρόστροφος
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
View word page
ἀνδροπλήθεια
a multitude of men

ShortDef

a multitude of men

Debugging

Headword:
ἀνδροπλήθεια
Headword (normalized):
ἀνδροπλήθεια
Headword (normalized/stripped):
ανδροπληθεια
IDX:
6945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6946
Key:

Data

{'content': 'a multitude of men'}