Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφημίζω
περιφήμιστος
περίφημος
περιφθέγγομαι
περιφθείρομαι
περιφθινύθω
περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
View word page
περιφιμόω
close all round

ShortDef

close all round

Debugging

Headword:
περιφιμόω
Headword (normalized):
περιφιμόω
Headword (normalized/stripped):
περιφιμοω
IDX:
69456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69457
Key:

Data

{'content': 'close all round'}