Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφημίζω
περιφήμιστος
περίφημος
περιφθέγγομαι
περιφθείρομαι
περιφθινύθω
περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
View word page
περιφθινύθω
go to ruin

ShortDef

go to ruin

Debugging

Headword:
περιφθινύθω
Headword (normalized):
περιφθινύθω
Headword (normalized/stripped):
περιφθινυθω
IDX:
69454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69455
Key:

Data

{'content': 'go to ruin'}