Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφημίζω
περιφήμιστος
περίφημος
περιφθέγγομαι
περιφθείρομαι
περιφθινύθω
περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
View word page
περιφθείρομαι
to wander about

ShortDef

to wander about

Debugging

Headword:
περιφθείρομαι
Headword (normalized):
περιφθείρομαι
Headword (normalized/stripped):
περιφθειρομαι
IDX:
69453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69454
Key:

Data

{'content': 'to wander about'}