Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίφαντος
Περίφας
περίφασις
περιφέγγεια
περιφέγγω
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφημίζω
περιφήμιστος
περίφημος
περιφθέγγομαι
περιφθείρομαι
περιφθινύθω
περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
View word page
περιφεύγω
to flee from, escape from

ShortDef

to flee from, escape from

Debugging

Headword:
περιφεύγω
Headword (normalized):
περιφεύγω
Headword (normalized/stripped):
περιφευγω
IDX:
69448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69449
Key:

Data

{'content': 'to flee from, escape from'}