Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιυφαίνω
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
Περίφας
περίφασις
περιφέγγεια
περιφέγγω
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφημίζω
περιφήμιστος
περίφημος
περιφθέγγομαι
περιφθείρομαι
View word page
περιφείδομαι
to spare and save

ShortDef

to spare and save

Debugging

Headword:
περιφείδομαι
Headword (normalized):
περιφείδομαι
Headword (normalized/stripped):
περιφειδομαι
IDX:
69443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69444
Key:

Data

{'content': 'to spare and save'}