Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
Περίφας
περίφασις
περιφέγγεια
περιφέγγω
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφημίζω
περιφήμιστος
περίφημος
View word page
περιφέγγεια
radiance
ShortDef
radiance
Debugging
Headword:
περιφέγγεια
Headword (normalized):
περιφέγγεια
Headword (normalized/stripped):
περιφεγγεια
IDX:
69441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69442
Key:
Data
{'content': 'radiance'}