Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
Περίφας
περίφασις
περιφέγγεια
περιφέγγω
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφημίζω
περιφήμιστος
View word page
περίφασις
wide views over
ShortDef
wide views over
Debugging
Headword:
περίφασις
Headword (normalized):
περίφασις
Headword (normalized/stripped):
περιφασις
IDX:
69440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69441
Key:
Data
{'content': 'wide views over'}