Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρολογέω
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομητόν
ἀνδρόμορφος
ἀνδρονομέομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
ἀνδρόπορνος
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδρόσαιμον
ἀνδρόσακες
ἀνδρόσινις
ἀνδρόστροφος
View word page
ἀνδρονομέομαι
to be imperious

ShortDef

to be imperious

Debugging

Headword:
ἀνδρονομέομαι
Headword (normalized):
ἀνδρονομέομαι
Headword (normalized/stripped):
ανδρονομεομαι
IDX:
6943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6944
Key:

Data

{'content': 'to be imperious'}