Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
Περίφας
περίφασις
περιφέγγεια
περιφέγγω
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
View word page
περιφάνεια
a being seen all round: conspicuousness, notoriety

ShortDef

a being seen all round: conspicuousness, notoriety

Debugging

Headword:
περιφάνεια
Headword (normalized):
περιφάνεια
Headword (normalized/stripped):
περιφανεια
IDX:
69436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69437
Key:

Data

{'content': 'a being seen all round: conspicuousness, notoriety'}