Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
Περίφας
περίφασις
περιφέγγεια
περιφέγγω
View word page
περίυπνος
awakened

ShortDef

awakened

Debugging

Headword:
περίυπνος
Headword (normalized):
περίυπνος
Headword (normalized/stripped):
περιυπνος
IDX:
69432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69433
Key:

Data

{'content': 'awakened'}