Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιτυλίσσω
περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
Περίφας
περίφασις
περιφέγγεια
View word page
περιυπνίζω
expergiscor
ShortDef
expergiscor
Debugging
Headword:
περιυπνίζω
Headword (normalized):
περιυπνίζω
Headword (normalized/stripped):
περιυπνιζω
IDX:
69431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69432
Key:
Data
{'content': 'expergiscor'}