Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτυγχάνω
περιτυλίσσω
περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
Περίφας
περίφασις
View word page
περιύομαι
to be rained round

ShortDef

to be rained round

Debugging

Headword:
περιύομαι
Headword (normalized):
περιύομαι
Headword (normalized/stripped):
περιυομαι
IDX:
69430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69431
Key:

Data

{'content': 'to be rained round'}