Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρολήψιον
ἀνδρολογέω
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομητόν
ἀνδρόμορφος
ἀνδρονομέομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
ἀνδρόπορνος
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδρόσαιμον
ἀνδρόσακες
ἀνδρόσινις
View word page
ἀνδρόμορφος
of man's form

ShortDef

of man's form

Debugging

Headword:
ἀνδρόμορφος
Headword (normalized):
ἀνδρόμορφος
Headword (normalized/stripped):
ανδρομορφος
IDX:
6942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6943
Key:

Data

{'content': "of man's form"}