Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτρύχω
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτυλίσσω
περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
View word page
περιυβρίζω
to treat very ill, to insult wantonly

ShortDef

to treat very ill, to insult wantonly

Debugging

Headword:
περιυβρίζω
Headword (normalized):
περιυβρίζω
Headword (normalized/stripped):
περιυβριζω
IDX:
69428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69429
Key:

Data

{'content': 'to treat very ill, to insult wantonly'}