Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτρυπάω
περιτρύπησις
περιτρύχω
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτυλίσσω
περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάνεια
View word page
περιτυμπανίζομαι
to be maddened by drums

ShortDef

to be maddened by drums

Debugging

Headword:
περιτυμπανίζομαι
Headword (normalized):
περιτυμπανίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιτυμπανιζομαι
IDX:
69426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69427
Key:

Data

{'content': 'to be maddened by drums'}