Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτρύζω
περιτρυπάω
περιτρύπησις
περιτρύχω
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτυλίσσω
περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαής
περιφαίνομαι
View word page
περιτύμβιος
round

ShortDef

round

Debugging

Headword:
περιτύμβιος
Headword (normalized):
περιτύμβιος
Headword (normalized/stripped):
περιτυμβιος
IDX:
69425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69426
Key:

Data

{'content': 'round'}