Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιτροχλισμός
περίτροχος
περιτρύζω
περιτρυπάω
περιτρύπησις
περιτρύχω
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτυλίσσω
περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
View word page
περιτυλόω
make callous
ShortDef
make callous
Debugging
Headword:
περιτυλόω
Headword (normalized):
περιτυλόω
Headword (normalized/stripped):
περιτυλοω
IDX:
69423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69424
Key:
Data
{'content': 'make callous'}