Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίτριμμα
περίτριπτος
περίτριψις
περιτρομέομαι
περιτρομέω
περίτρομος
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτροχάζω
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περιτρόχιον
περιτροχλισμός
περίτροχος
περιτρύζω
περιτρυπάω
περιτρύπησις
περιτρύχω
περιτρώγω
View word page
περιτροχάζω
walk round
ShortDef
walk round
Debugging
Headword:
περιτροχάζω
Headword (normalized):
περιτροχάζω
Headword (normalized/stripped):
περιτροχαζω
IDX:
69409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69410
Key:
Data
{'content': 'walk round'}