Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδροληπτέω
ἀνδροληψία
ἀνδρολήψιον
ἀνδρολογέω
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομητόν
ἀνδρόμορφος
ἀνδρονομέομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
ἀνδρόπορνος
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδρόσαιμον
View word page
ἀνδρομήκης
of a man's height

ShortDef

of a man's height

Debugging

Headword:
ἀνδρομήκης
Headword (normalized):
ἀνδρομήκης
Headword (normalized/stripped):
ανδρομηκης
IDX:
6940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6941
Key:

Data

{'content': "of a man's height"}