Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτρίζω
περίτριμμα
περίτριπτος
περίτριψις
περιτρομέομαι
περιτρομέω
περίτρομος
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτροχάζω
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περιτρόχιον
περιτροχλισμός
περίτροχος
περιτρύζω
περιτρυπάω
περιτρύπησις
περιτρύχω
View word page
περίτροπος
turned round, whirled round

ShortDef

turned round, whirled round

Debugging

Headword:
περίτροπος
Headword (normalized):
περίτροπος
Headword (normalized/stripped):
περιτροπος
IDX:
69408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69409
Key:

Data

{'content': 'turned round, whirled round'}