Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτρίβω
περιτρίζω
περίτριμμα
περίτριπτος
περίτριψις
περιτρομέομαι
περιτρομέω
περίτρομος
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτροχάζω
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περιτρόχιον
περιτροχλισμός
περίτροχος
περιτρύζω
περιτρυπάω
περιτρύπησις
View word page
περιτροπή
a turning round, revolution, circuit

ShortDef

a turning round, revolution, circuit

Debugging

Headword:
περιτροπή
Headword (normalized):
περιτροπή
Headword (normalized/stripped):
περιτροπη
IDX:
69407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69408
Key:

Data

{'content': 'a turning round, revolution, circuit'}