Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίτρητος
περιτρηχής
περιτριβής
περιτρίβω
περιτρίζω
περίτριμμα
περίτριπτος
περίτριψις
περιτρομέομαι
περιτρομέω
περίτρομος
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτροχάζω
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περιτρόχιον
περιτροχλισμός
περίτροχος
View word page
περίτρομος
trembling, terrified

ShortDef

trembling, terrified

Debugging

Headword:
περίτρομος
Headword (normalized):
περίτρομος
Headword (normalized/stripped):
περιτρομος
IDX:
69404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69405
Key:

Data

{'content': 'trembling, terrified'}