Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτρέω
περίτρησις
περίτρητος
περιτρηχής
περιτριβής
περιτρίβω
περιτρίζω
περίτριμμα
περίτριπτος
περίτριψις
περιτρομέομαι
περιτρομέω
περίτρομος
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτροχάζω
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περιτρόχιον
View word page
περιτρομέομαι
quiver

ShortDef

quiver

Debugging

Headword:
περιτρομέομαι
Headword (normalized):
περιτρομέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιτρομεομαι
IDX:
69402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69403
Key:

Data

{'content': 'quiver'}