Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτρησις
περίτρητος
περιτρηχής
περιτριβής
περιτρίβω
περιτρίζω
περίτριμμα
περίτριπτος
περίτριψις
περιτρομέομαι
περιτρομέω
περίτρομος
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτροχάζω
περιτρόχαλος
View word page
περίτριπτος
smooth-worn

ShortDef

smooth-worn

Debugging

Headword:
περίτριπτος
Headword (normalized):
περίτριπτος
Headword (normalized/stripped):
περιτριπτος
IDX:
69400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69401
Key:

Data

{'content': 'smooth-worn'}