Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτρησις
περίτρητος
περιτρηχής
περιτριβής
περιτρίβω
περιτρίζω
περίτριμμα
περίτριπτος
περίτριψις
περιτρομέομαι
περιτρομέω
περίτρομος
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτροχάζω
View word page
περίτριμμα
anything worn smooth by rubbing

ShortDef

anything worn smooth by rubbing

Debugging

Headword:
περίτριμμα
Headword (normalized):
περίτριμμα
Headword (normalized/stripped):
περιτριμμα
IDX:
69399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69400
Key:

Data

{'content': 'anything worn smooth by rubbing'}