Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληπτέω
ἀνδροληψία
ἀνδρολήψιον
ἀνδρολογέω
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομητόν
ἀνδρόμορφος
ἀνδρονομέομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
ἀνδρόπορνος
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
View word page
ἀνδρόμεος
of man
ShortDef
of man
Debugging
Headword:
ἀνδρόμεος
Headword (normalized):
ἀνδρόμεος
Headword (normalized/stripped):
ανδρομεος
IDX:
6939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6940
Key:
Data
{'content': 'of man'}