Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄγος2
ἀγοστός
ἄγουρος
ἄγρα
Ἄγρα
Ἀγραϊκός
Ἀγραῖος
ἀγραῖος
Ἀγραΐς
ἀγραμματία
ἀγράμματος
ἄγραμμος
ἄγραπτος
ἀγραυλέω
ἀγραυλής
ἀγραυλία
ἄγραυλος
ἀγραφίου
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
View word page
ἀγράμματος
without learning
ShortDef
without learning
Debugging
Headword:
ἀγράμματος
Headword (normalized):
ἀγράμματος
Headword (normalized/stripped):
αγραμματος
IDX:
693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-694
Key:
Data
{'content': 'without learning'}