Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτορνεύω
περίτρανος
περιτραχήλιον
περιτραχήλιος
περιτρέμω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτρησις
περίτρητος
περιτρηχής
περιτριβής
περιτρίβω
περιτρίζω
περίτριμμα
περίτριπτος
περίτριψις
περιτρομέομαι
περιτρομέω
περίτρομος
View word page
περίτρητος
perforated

ShortDef

perforated

Debugging

Headword:
περίτρητος
Headword (normalized):
περίτρητος
Headword (normalized/stripped):
περιτρητος
IDX:
69394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69395
Key:

Data

{'content': 'perforated'}